ἀμφιθεάτρου

ἀμφιθεάτρου
ἀμφιθεά̱τρου , ἀμφιθέατρον
neut gen sg
ἀμφιθέατρος
having seats for spectators all round
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • ELOGIUM — Tertulliano Apolog. c. 11. et Suet. in Calig. appellatur titulus criminis, qui ad crucem damnatis praeferri vel iis apponi, aut ipsi cruci inscribi fuit solitus. Romanâ voce Titulus, quâ et Ioh. c. 19. v. 19. usus est. Atque item Nonnus, in hoc… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμφιθεατρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το αμφιθέατρο 2. αυτός που έχει σχήμα αμφιθεάτρου, ημικυκλικός και κλιμακωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφιθέατρο. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο λεξικό Σχινά και Λεβαδέως (1861)] …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • κονιστήριον — κονιοτήριον, τὸ (Α) βαθύ σκάμμα τής αρχαίας παλαίστρας και τού ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ (πρβλ. μέλλ. κονίσ ω τού κονίω) + …   Dictionary of Greek

  • μπράγκα — (Braga). Πόλη (114.500 κάτ.) της Πορτογαλίας κοντά στο νομό Μίνιο. Είναι από τις σημαντικές εμπορικές και βιομηχανικές πόλης της Πορτογαλίας. Έχει βιομηχανίες κοσμημάτων, κλωστοϋφαντουργίας, ειδών κάνναβης, πυροβόλων όπλων και μαχαιριών. Η εύφορη …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • πόδιο(ν) — τὸ, ΜΑ [πους, ποδός] μσν. πόδας ιστίου, σκότα αρχ. 1. βάση, στύλος αγγείου 2. αρχιτ. η πρώτη σειρά τών καθισμάτων γύρω από την κονίστρα τού ρωμαϊκού αμφιθεάτρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”